παντογείτων

παντογείτων
-ονος, ό, Μ
(για τον Δούναβη ως όριο αυτοκρατορίας) αυτός που βρίσκεται κοντά σε όλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)-* + γείτων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”